- εὐρείαν
- εὐρείᾱν , εὐρέιοςeasterlyfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐρεῖαν — εὐρύς wide fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπολος — ον, Α (για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ. β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόλος (< πέλομαι)] … Dictionary of Greek